- ὁμιλοῦσαν
- ὁμῑλοῦσαν , ὁμιλέωto be in company withpres part act fem acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… … Dictionary of Greek
λατινική — Αρχαία γλώσσα, που αποτέλεσε τη βάση για τη δημιουργία των γλωσσών που ομιλούνται σήμερα στις περισσότερες χώρες της δυτικής (και όχι μόνο) Ευρώπης, όπως η ιταλική, η γαλλική, η ισπανική, η πορτογαλική και η ρουμανική. Ξεκίνησε ως γλώσσα της… … Dictionary of Greek